Χώρα Αγιά

«Τα πτώματα εκείνα ήσαν εξηπλωμένα επί τεραστίας ανθρακιάς, απηνθρακωμένα, παραμεμορφωμένα, εντελώς αγνώριστα…” – Η “Χώρα Αγιά” δίνει το ιστορικό της σφαγής των Προκρίτων της Βουλγαρινής το 1878

Η “Χώρα Αγιά” σας παρουσιάζει μία από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία της Αγιάς. Τη σφαγή των προκρίτων της Βουλγαρινής, της σημερινής Ελάφου, από τους Τούρκους το έτος 1878, όσα προηγήθηκαν αυτής και όσα ακολούθησαν ως την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής τρία χρόνια μετά. Η έρευνα των ιστορικών δεδομένων έγινε από την εκπαιδευτικό Σοφία Σοφολόγη – Μπαλταγιάννη. Έρευνα η οποία αποτέλεσε πτυχιακή της διατριβή και εμπλουτίστηκε με την πάροδο των χρόνων με νέα στοιχεία…

Η σφαγή των προκρίτων της Βουλγαρινής από τους Τούρκους το έτος 1878

Έρευνα – Κείμενο, Σοφία Σοφολόγη – Μπαλταγιάννη, εκπαιδευτικός

Φέτος, το 2023, συμπληρώνονται 142 χρόνια από την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στα 1881 στο ελληνικό κράτος και 202 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Στις 29 Μαΐου 1453 ο Ελληνισμός βρέθηκε κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Για τέσσερις αιώνες ζούσε σε ένα καθεστώς καταπιέσεων, διωγμών και ταπεινώσεων. Όμως η ψυχοσύνθεση του ελεύθερου και ανυπότακτου Έλληνα, συνδαυλισμένη από τον κλήρο, τους Δασκάλους του Γένους, τα επαναστατικά κηρύγματα του Ρήγα και της Φιλικής Εταιρίας, ξεσηκώθηκε και μεγαλούργησε. Πελοπόννησος και Στερεά λευτερώνονται και σχηματίζουν το μικρό νεογέννητο κράτος που φτάνει μέχρι της γραμμή Δομοκός – Αμβρακικός. Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία, Κρήτη, νησιά στενάζουν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, η οποία επεκτείνεται ως τη Ρωσία και την Αυστροουγγαρία. Ο λαός στις υπόδουλες περιοχές οδηγείται σε γενική εξέγερση. Είχαν προηγηθεί ήδη επαναστατικά κινήματα το 1840, 1854 και 1866, τα οποία, καθώς ήταν ανοργάνωτα και χωρίς καμία υποστήριξη από το τότε ελεύθερο κράτος, απέτυχαν.

Ωστόσο η επαναστατική φλόγα δεν καταλαγιάζει. Ο αναβρασμός στις υπόδουλες περιοχές φουντώνει και ενισχύεται από τις Εθνικές Εταιρείες (Αδελφότης, Εθνική Άμυνα, Όμιλος Ρήγας) που στόχευαν να κρατήσουν την ελπίδα για την πολυπόθητη ελευθερία μέσα από μια καλύτερα οργανωμένη εξέγερση, ενώ η κυβέρνηση του ελληνικού βασιλείου αμήχανη αδυνατεί να χαράξει εξωτερική πολιτική, άλλωστε έχει βαρίδιο και τα αβάσταχτα «δάνεια της Αγγλίας». Εν τω μεταξύ, η κατάσταση, τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στις πόλεις, διαρκώς επιδεινώνεται, καθώς όπως γράφει ο πρόξενος Λάρισας Παλαμήδης «η δημόσια ασφάλεια εδεινώθη μεγάλως επ’ εσχάτων, πλείστοι δε φόνοι, ληστείες και βιαιοπραγίες πολλαχού διεπράχθησαν». Επιπλέον, σώματα ατάκτων Γκέκηδων, Ζεϊμπέκων, Χουντούτηδων και Μουσταφεζάδων συναγωνίζονταν στις αγριότητες λόγω και της παραλυσίας της Οθωμανικής στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης. Από τον Βόλο ο υποπρόξενος Τζιώτης καταγγέλλει συνεχώς λεηλασίες σε χρήματα, ζώα, σοδιές ακόμη και σκεύη σε χωριά της ανατολικής Θεσσαλίας μεταξύ των οποίων στα χωριά Ρέτσιανη, Σελήτσιανη και Νεβόλιανη. Την εικόνα συμπληρώνει και ο Ιωάννης Παλαμήδης από τη Λάρισα, καθώς καταγγέλλει εκτεταμένες βιαιοπραγίες στην περιοχή της Αγιάς.

Το 1877 τελικά η κυβέρνηση εγκαταλείπει την πολιτική της σώφρονος ουδετερότητας και υιοθετεί την ενεργή επέμβαση, σύμφωνα με την  οποία γίνεται αποδεκτό το στρατιωτικό επαναστατικό σχέδιο που είχε υποβάλει ο λοχαγός Κωνσταντίνος Ισχόμαχος. Σύμφωνα με αυτό θα προκαλούνταν κινήματα σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Κρήτη από ένοπλα σώματα που θα εισχωρούσαν στα υπόδουλα εδάφη, θα ενώνονταν με ντόπιους επαναστάτες και θα προχωρούσαν σε σχηματισμό προσωρινών κυβερνήσεων. Τέλος, θα δηλωνόταν η επιθυμία του λαού για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και ένωση με το ελεύθερο κράτος.

Έτσι, λοιπόν, αποστέλλονται ένοπλα σώματα τον Γενάρη του 1878 με το ατμόπλοιο «Λαέρτος» τα οποία μετά από πολλές περιπέτειες αποβιβάζονται στις ακτές του Πηλίου με επικεφαλής τους Βούλγαρη, Μπασδέκη και Γαρέφη. Αφού διένειμαν όπλα σε όλα τα χωριά ύψωσαν την ελληνική σημαία και συνέστησαν στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Μπασδέκη. Όλα έδειχναν πως είχε φθάσει η ώρα για την πολυπόθητη λευτεριά. Στήριξη από την ελληνική Κυβέρνηση, ντόπια επαναστατικά κινήματα, μυστικές εταιρίες, ανθρώπινο δυναμικό που καταφθάνει απ’ την ελεύθερη Ελλάδα και μια ευτυχής διπλωματική συγκυρία, καθώς στην ευρωπαϊκή σκακιέρα επικρατεί το δόγμα πως για να αναχαιτιστεί ο πανσλαβισμός πρέπει να υποστηριχθεί ο ελληνισμός.

Δυστυχώς, όμως, τα αποτελέσματα δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες. Βασικές αιτίες η έλλειψη έμπειρων αρχηγών, καθώς και η ικανότητα των Τούρκων να συγκεντρώνουν άμεσα μεγάλες δυνάμεις, ώστε να επεμβαίνουν και να καταπνίγουν τις εξεγέρσεις. Ακριβώς για τον λόγο αυτό οι συμπλοκές στη Σκήτη και Αγιά «είχον οικτράν αποτυχίαν καίτι ήτο η απαρχή των εν Αγιοκάμπω αφικομένων επαναστατικών σωμάτων». Την ίδια τύχη, άλλωστε, είχαν και οι μάχες στο μοναστήρι της Σουρβιάς κοντά στην Μακρινίτσα, καθώς και η φονική μάχη του Σαρακινού στην ίδια περιοχή.

Στη θρυλική μάχη της Μακρινίτσας που ακολούθησε εθριάμβευσε ο ηρωισμός ανδρών και γυναικών. Οι Οθωμανοί πλέον συνειδητοποιούν πως ο αγώνας φουντώνει και η στρατηγική θέση του Πηλίου ελλοχεύει κινδύνους. Αποφασίζουν τον αποκλεισμό των ορεινών όγκων του Πηλίου και του Μαυροβουνίου από θάλασσα και στεριά. Στο Πήλιο και στη περιοχή της Αγιάς πολλοί κάτοικοι κινδύνεψαν να πεθάνουν από πείνα λόγω του αποκλεισμού. Τα οθωμανικά πλοία με τον επικεφαλής Χόβαρντ Πασά και το πλοίο «Ιντζεντίν» δεν περιορίζονται στον θαλάσσιο αποκλεισμό, αλλά επιδίδονται σε κανονιοβολισμούς από τη θάλασσα εναντίον παράκτιων σημείων όπου εδρεύουν επαναστατικά σώματα. Έτσι, δεν διστάζουν να χτυπήσουν πλοιάρια που πλησίαζαν τον Αγιόκαμπο να παραλάβουν πληγωμένους επαναστάτες από την περιοχή της Αγιάς. Ο κλοιός για το Πήλιο και το Μαυροβούνι σφίγγει. Εννιά χιλιάδες εξακόσιοι άντρες υπό τον Αμούς Αγά, τον Σκεντέρ Πασά και τον Ρεσίτ Πασά προμηνύουν το τέλος της επανάστασης στο Πήλιο. Ο υποπρόξενος Τζιώτης διατρανώνει την απουσία της Ευρώπης, η οποία διατυμπάνιζε πως «ουδείς άοπλος χριστιανός ή γυναικόπαιδα θα βλαβώσιν». Η αυλαία ματωμένη και τραγική θα πέσει για την επανάσταση του Πηλίου στις 17 Μαρτίου στα υψώματα της Μακρινίτσας όπου θα παραταχθούν τα εναπομείναντα ένοπλα σώματα της Αγιάς, καθώς και ήρωες εθελοντές από Σμύρνη, Αίγυπτο, Πελοπόννησο και από όλες τις ελεύθερες και μη περιοχές.

Από την Αγιά μέχρι και το νότιο Πήλιο ο εξανδραποδισμός δεν αποφεύχθηκε. Σφαγές, λεηλασίες, βιασμοί, πείνα, εμπρησμοί και καταστροφές ανάγκασαν τους κατοίκους να καταφύγουν στα βουνά.

Μέσα στον Φεβρουάριο μια άλλη αιματηρή πτυχή της επανάστασης στο  ανατολικό Πήλιο διαδραματίστηκε στο Μαυροβούνι. Εκεί, στις 8 Φλεβάρη, επέδραμαν άτακτα σώματα Τούρκων στα χωριά Κουκουράβα, Βουλγαρινή, Σκλήθρο, Κεραμίδι, Βένετο και Καστρί. Προξένησαν τόσα δεινά στους κατοίκους οι οποίοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα χωριά τους. Ένα μικρό σώμα επαναστατών υπό τον Τσελεπίτσαρη συγκρούστηκε με άτακτους Οθωμανούς στην Κουκουράβα. Το Μαυροβούνι καπνίζει. Η μάχη σκληρή και άνιση. Οι Τούρκοι χίλιοι διακόσοι. Οι επαναστάτες τριακόσοι με ελάχιστα πολεμοφόδια. Υποχωρούν αφήνοντας στα υψώματα της Κουκουράβας τέσσερις νεκρούς Σκληθριώτες και Κεραμιδιώτες. Βαδίζουν νοτιότερα εγκαταλείποντας τα χωριά και τα γυναικόπαιδα στη διάθεση των Γκέκηδων. Οι ώρες ήταν κρίσιμες και τα γεγονότα της Αγιάς και της Κουκουράβας νωπά. Ο άμαχος πληθυσμός άοπλος, ανήμπορος και εγκαταλελειμμένος από τα επαναστατικά σώματα δεν αμφιβάλλει για το τι μέλλει γενέσθαι. Ήταν 8 Φλεβάρη μέρα Τετάρτη.

Την επομένη οι πρόκριτοι της ορεινής Βουλγαρινής (σημερινή Έλαφος) συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Δημ. Κατσιμαντού. Τα μεσάνυχτα παίρνουν την απόφαση να συναντήσουν τον Αμούς Αγά πριν αυτός φτάσει στο χωριό και να του προσφέρουν πλούσια δώρα και χρήματα. Ελπίζουν πως ίσως έτσι εξευμενίσουν και λυγίσουν τον εχθρό.

Ξημέρωσε Παρασκευή 10 Φλεβάρη του 1878, γιορτή του Αγίου Χαραλάμπους. Η εκκλησία χτυπούσε δαιμονισμένα. Οι Βουλγαρινιώτες προσευχήθηκαν και παρακάλεσαν τον Άγιο να γλιτώσει το χωριό. Με το δι’ ευχών πήραν τον δρόμο του μαρτυρίου. Ίσως κάπου βαθιά μέσα τους ήξεραν ότι τραβούσαν προς τον θάνατο. Ίσως υποπτεύονταν ότι η αυτοθυσία τους δεν θα σώσει το χωριό. Σίγουρα όμως το «χρέος» δεν τους άφηνε περιθώρια. Δεν επέστρεψαν ποτέ στην Βουλγαρινή. Ως νέοι τρακόσιοι προέταξαν εαυτούς στη βάρβαρη οθωμανική Ανατολή. Και αναφέρει ο Τζιώτης με έγγραφό του προς τον Υπουργό Εξωτερικών «παρά χρήμα εσφάγησαν». Εκεί στη θέση «Σκοτωμένοι» οι δέκα Βουλγαρινιώτες έγιναν ασπίδα του χωριού τους. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, άφησαν την αξίνα και το καρδάρι και κίνησαν να γίνουν ήρωες. Ήρωες μιας πατρίδας που το ‘χει στη μοίρα της να σμιλεύει παλικάρια. Ακολούθησαν σκληρά βασανιστήρια, ανελέητο μαστίγωμα, κατακρεούργηση. Τα μαρτύρια φριχτά. Κυκλώνουν τους νεομάρτυρες και χτυπούν με λόγχες και γιαταγάνια. Συγκεντρώνουν ξύλα και ρίχνουν πάνω τους τα άψυχα κορμιά. Οι μάρτυρες του έθνους περνούν στην αιωνιότητα. Και η δημώδης ποίηση συγκλονισμένη λέει:

«ήρθε Τετάρτη θλιβερή,

Πέμπτη φαρμακωμένη,

Παρασκευή ξημέρωνε μην είχε ξημερώσει

σαν κίνησαν να παν, να παν να προσκυνήσουν

μπροστά πηγαίν’ ο Γρηγοράκ’ς πίσω ο Θοδωράκ’ς

παρά κοντά ο Θανασάκ’ς μαζί με το Γιαννάκ’

κόβουν τα χέρια του Γρηγόρ’ του λεν’ να προσκινήσει

κόβουν τα πόδια του Θοδωράκ΄ του λεν’ να γονατίσει…».

Ο ρετσιανιώτης λόγιος και δάσκαλος Χατζημιχάλης γράφει αναφερόμενος στον Άγγλο πρόξενο Λόνγκφορδ, ο οποίος επισκέφτηκε τη θέση «Σκοτωμένοι». «Τα πτώματα εκείνα ήσαν εξηπλωμένα επί τεραστίας ανθρακιάς, απηνθρακωμένα, παραμεμορφωμένα, εντελώς αγνώριστα η θέα των οποίων ουχί μόνον φρίκην ενεποίησεν και αποτροπιασμόν εις τον άνδρα, αλλά και σφροδάν αγανάκτισιν εναντίον των βαρβάρων Μουσουλμάνων, οίτινες εκόρεσαν τα θηριώδη ένστικτα βλέποντας αθώους χριστιανούς εν μέσω φλογών και ευφραινόμενοι εν τη σπαρακτική αυτών οιμωγή και τη οδυνηρά καύση των ανθρωπίνων σαρκών».

Στις 16 Φεβρουαρίου το Προξενείο Βόλου αναφέρει: «ότε ανηγγέλθη εις το χωρίον τα γενόμενα, ήρξατο η φυγή απάντων προς τα όρη. Οι Τούρκοι εισέβαλαν εις το χωρίον, εγύμνωσαν τας οικείας, εβίασαν τας εν τω χωρίω μεινάσας γυναίκας, εσύλησαν την εκκλησίαν και έκοψαν εις τεμάχια τας εικόνας. Ήταν δε τόσο ζοφερή η φήμη για την καταστροφή της Βουλγαρινής ώστε σκίαζε όλο το Πήλιο ο φόβος και έμεινε παροιμιώδης η έκφραση ότι θα «εισβάλωσιν εντός του χωρίου και θα διαπράξωσιν όσα και εις Βουλγαρινήν».

Οι Τούρκοι με ντελάλη διαμήνυαν πως ο Βασιλέας δεν έχει σκοπό να χαλάσει τα χωριά. Με εκβιασμούς ότι θα κάνουν τα σπίτια βεϊλήδικα αν δεν γυρίσουν οι κάτοικοι στο χωριό ανάγκασαν πολλές οικογένειες να επιστρέψουν. Ακολούθησε ατίμωση, βιασμοί, καταστροφές. Ο Τούρκος καίει και ερημώνει το ήδη έρημο χωριό. Οι κάτοικοι κατέφυγαν στα βουνά και στα γύρω χωριά.

Είναι συγκλονιστικά τα όσα ανέφερε ο υποπρόξενος Τζιώτης  προς το Υπουργείο Εξωτερικών σχετικά με τα ορφανά της Βουλγαρινής: «Εν Βόλω περιφέρονται γυμνά, άστεγα και πεινώντα τα ορφανά τέκνα των σφαγέντων εν Βουλγαρινή, νήπια στερούμενα γονέων περιφέρονται εν ταις οδαίς επαιτούντα».  Για τα παιδιά αυτά τα φιλελληνικά κινήματα της Αγγλίας με πρωτεργάτη τον πατέρα του Κάρολου Ογλ θα διενεργήσουν έρανο προς αρωγήν και αποκατάστασίν τους.

Τις επόμενες μέρες καταφτάνει στη Βουλγαρινή ο Ογλ, ανταποκριτής των Times του Λονδίνου. Παίρνει από τον τόπο του εγκλήματος αυτιά, δάχτυλα, χέρια, κομμένα, και μισοκαμμένα τα στέλνει στο Λονδίνο. Καυτηριάζει με άρθρα του τις θηριωδίες και τις ωμότητες των Τούρκων εις βάρος αόπλων πληθυσμών. Του έστησαν καρτέρι και τον αποκεφάλισαν στη Μακρινίτσα. Η κοινή γνώμη στην Αγγλία και γενικότερα στην Ευρώπη επηρεάζεται για το ελληνικό ζήτημα καθώς στις πρώτες σελίδες των αγγλικών εφημερίδων εμφανίζεται ο Ελληνισμός με τρόπο θετικό όπως την εποχή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Ο μετέπειτα Υπουργός Εξωτερικών  Τσαρλς Ντιλκ σε λόγο του ανέφερε: «Τι είδους Ελλάς είναι αυτή η Ελλάς που δεν περιλαμβάνει τη Λήμνο, Χίο, Όλυμπο, Όσσα και το Άγιο Όρος; Η Κρήτη και τα νησιά, η Θράκη και η αποικία της Κωνσταντινούπολις είναι η ελληνική Ελλάς».

Η θυσία των προκρίτων, η δολοφονία του Ογλ, οι απεγνωσμένες αναφορές του Προξένου της Αγγλίας Λόνγκφορδ και οι βιαιοπραγίες του άοπλου πληθυσμού έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη φιλελληνικών κινημάτων στην Ευρώπη τα οποία θα συμβάλλουν τα μέγιστα στην προσάρτηση της Θεσσαλίας. Η ευρωπαϊκή διπλωματία, πιεζόμενη από την επανάσταση του 1878, μέσα από διπλωματικές παλινωδίες, αναγνωρίζει τα δίκαια της Ελλάδας. Για πρώτη φορά από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας προσαρτώνται στο ελεύθερο τμήμα του Ελληνισμού. Τελικά η μερική προσάρτηση της Θεσσαλίας (χωρίς την επαρχία της Ελασσόνας) και, ενός τμήματος της Ηπείρου, θα πραγματωθεί τρία χρόνια μετά την εξέγερση του 1878, αφού μεσολαβήσουν οι υπαναχωρήσεις της Συνθήκης του Βερολίνου, η αμήχανη στάση των Ευρωπαίων και οι ύπουλοι χειρισμοί της Πύλης.

Ωστόσο, ο βαθύς πόθος των Θεσσαλών κι όλων των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε και τα εδάφη θα παραχωρηθούν με ειρηνικό τρόπο ύστερα από διπλωματικές διεργασίες που άρχισαν με το Συνέδριο του Βερολίνου και έληξαν με τη Σύμβαση της Κων/πολης στις 12 Μαΐου 1881 αυξάνοντας τα εδάφη του ελληνικού κράτους κατά 26,7% και τον πληθυσμό κατά 18%. Μετά τον καθορισμό των συνόρων ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στις πόλεις με δοξολογίες και παραλήρημα χαράς, στις 8 Αυγούστου 1881 στο Δομοκό, 12 στον Αλμυρό, 15 στα Φάρσαλα, 18 στην Καρδίτσα, 23 στα Τρίκαλα, 31 στη Λάρισα, 1 Σεπτεμβρίου στην Αγιά και, τέλος, στις 2 Νοεμβρίου στον Βόλο.

Οι μάρτυρες της Βουλγαρινής γίνονται τεκμήρια αδιάσειστα της θηριωδίας των Τούρκων και θα αποτελέσουν ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης.

Οι πολεμικοί ανταποκριτές, ενώ μεταδίδουν τα γεγονότα των μαχών επισημαίνουν τη φρίκη των βιαιοτήτων, ειδικά στη Βουλγαρινή, με αποτέλεσμα οι ανταποκρίσεις να γίνουν βήμα έκφρασης συμπαράστασης για τους άμαχους της Θεσσαλίας σ’ όλο τον ελεύθερο ευρωπαϊκό και μη κόσμο. Οι κάτοικοι της ανατολικής Θεσσαλίας γίνονται οι πρωτομάστορες της απελευθέρωσης και αποτελούν ισχυρό θεμέλιο λίθο στο οικοδόμημα της λευτεριάς. Απέδειξαν πως η ιστορία δε γράφεται μόνο από τους μεγάλους, τους επώνυμους και τους δυνατούς. Απέδειξαν πως οι Παρθενώνες χτίζονται και από τους εργάτες και πως τη γραφίδα στα πεδία όπου γράφεται η ιστορία οδηγούν στρατηγοί και στρατιώτες. Και στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας αυτή τη γραφίδα κράτησαν μεταξύ πολλών άλλων και οι:

Γρηγόριος Τζίκας

Θεόδωρος Μπαλταγιάννης

Νικόλαος Βασβανάς

Γιάννης Μακρής

Γεώργιος Παπαθανασίου

Αθανάσιος Ευσταθίου

Ιωάννης Κουρδούμπης

Απόστολος Γαλάνης

Ιωάννης Παπαγεωργίου

κι ένας αγνώστου επωνύμου

Γι’ αυτούς τους «μικρούς – μεγάλους» νεομάρτυρες ο Δήμος Αγιάς κάθε χρόνο στις 10 Φλεβάρη τελεί μνημόσυνο τιμώντας τη μνήμη τους.

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email