5 Ιουνίου 1825: Η Μεγάλη Παρασκευή του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Απόσπασμα από το βιβλίο του Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου (2024), “Οδυσσέας Ανδρούτσος: Τραγωδία δίχως κάθαρση”
Ξημερώνει λοιπόν η 5η Ιουνίου 1825, μέρα Παρασκευή. Ο Οδυσσέας μέσα στο μπουντρούμι του ίσως και να αποκοιμήθηκε πάνω στη συγκινησιακή του φόρτιση, το μαράζι και τον άσβεστο καημό για την κατάντια του. Τη νύχτα εκείνη ψιλόβρεχε και το σκοτάδι στο φρούριο ήταν τόσο βαθύ και πηχτό. Όλοι όσοι βρισκόταν πάνω στην Ακρόπολη κοιμόντουσαν πλέον βαθιά. Κι ο φύλακας του Οδυσσέα, ο στρατιώτης Κων/νος Καλατζής, στην είσοδο του Πύργου του Γουλά, τυλιγμένος στην κάπα του, φύλαγε μην δραπετεύσει και φύγει ο κλειδαμπαρωμένος Οδυσσέας…
Άξαφνα παρουσιάστηκε μια ομάδα ανθρώπων τυλιγμένων στις κάπες τους σαν τα φαντάσματα μέσα στο σκοτάδι κρατώντας λαδοφάναρα, που τα άναψαν, αφού έμπαιναν στο μπουντρούμι του Οδυσσέα, καθώς χώθηκαν μέσα ένας ένας από τη στενή σιδερένια πόρτα. Στο άναμμα των λαδοφάναρων ο Καλατζής μέσα στο ασθενικό φως, από τις σκιές πιο πολύ, ξεχώρισε τον Μαμούρη, τον Μήτρο της Τριανταφυλλίνας, τον παπακώστα Τζαμάλα και κάποιον άλλο που θα τον αντικαθιστούσε σε λίγο, που ο Καλατζής δεν θυμόταν το όνομά του. Πρόκειται για τον στρατιώτη Θεοχάρη. Ο Γρηγοριάδης αναφέρει και κάποιον άλλο, ονόματι Μπαλαούλα. Ο Σουρμελής θα πει ότι μαζί τους υπήρχε κι ένας ακόμη παπάς, μάλιστα στρατιωτικός. Το όνομά του όμως δεν έγινε γνωστό. Μήπως ο Σουρμελής μπερδεύτηκε με τον Παπακώστα Τζαμάλα;
Επιπλέον από τον βρόντο και το τρίξιμο των αλυσίδων μέσα στο μπουντρούμι, ο Καλατζής πρόσεξε έναν σωρό ακαθόριστο από ανθρώπινα μέλη με βρώμικα ρούχα ζωσμένο με αλυσίδες, απ’ όπου αναδυόταν μια βαρύτατη αηδιαστική μυρωδιά. Ναι, ήταν ο πολέμαρχος που στη θέα και τον θόρυβο των δημίων του, προσπάθησε να σταθεί ορθός, αλλά δεν μπορούσε καθώς τον βάραιναν τα ασήκωτα σίδερα στα χέρια του και πόδια του.
Μεμιάς έπεσαν πάνω του τα εφιαλτικά φαντάσματα δείχνοντας καθαρά τις διαθέσεις τους. Ίσως και να μην μαθαίναμε ποτέ τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνη τη νύχτα μέσα στο μπουντρούμι του πολέμαρχου, αν ο μέχρι τη στιγμή εκείνη φρουρός του Οδυσσέα δεν έδινε αργότερα τη μαρτυρία του. Μόλις οι δήμιοι μπήκαν μέσα στον Οδυσσέα, γύρισε ο Μαμούρης και πρόσταξε στον Καλατζή να φύγει και να πάει στο κονάκι του, ενώ τον αντικατέστησε με τον Σουλιώτη στρατιώτη Θεοχάρη. Ο Καλατζής έκαμε πως υπάκουσε, αλλά γύρισε κρυφά και μέσα στο σκοτάδι και τη βροχή πλησίασε προς το κελί. Τα όσα παρακολούθησε κρυφά εκείνη τη νύχτα ο φρουρός θα τα διηγηθεί γέρος πια στις 27 Δεκεμβρίου 1863 στο νεαρό δικηγόρο Σπ. Φόρτη. Ο τελευταίος θα τα δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Καιροί» στις 25 Δεκεμβρίου 1898. Μεταξύ λοιπόν των άλλων ο Καλατζής λέει και τα ακόλουθα: ‘‘Εγώ διετάχθην αμέσως να υπάγω να κοιμηθώ. Αμέσως απεμακρύνθην εις το σκότος. Αλλ’ υποπτευθείς απαίσια δια τον στρατηγόν, κρυφά κατεσκόπευον τας κινήσεις των, πλησιάσας ικανώς απαρατήρητος ως εκ του ψηλαφητού σκότους ήκουσα τον κρότον των κλείθρων της φυλακής. Την ήνοιξαν και εισήλθον εις τον Πύργον οι τρεις. Ο δε σκοπός έστεκεν εις την μισάνοιχτην πόρταν της φυλακής. Άμα εισήλθον αυτοί μέσα, ηκούσθη ο κρότος των αλυσίδων των δεσμών του στρατηγού, όστις βεβαίως με την απροσδόκητον ταύτην επίσκεψιν θα εσηκώθη. Τον ήκουσα να λέγη προς αυτούς: «Ωρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε εσάς εδώ και γιατί ήρθατε τέτοιαν ώρα εδώ μέσα. Δεν μ’ λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα εσύ βρε Γιάννη (απευθύνθηκε στον Μαμούρη) γιατί;’’.
Ο Σ. Γρηγοριάδης σημειώνει πως στη διήγησή του ο Καλατζής αναφέρει και το εξής: Έφταναν στ’ αυτιά του βρισιές, βροντές αλυσίδων, φωνές γεμάτες άγριο πάθος. Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή του παπακώστα Τζαμάλα. ‘‘Θα μας πεις, ωρέ, τους θησαυρούς σου πού τους έχεις χωμένους;’’. Ο ιερέας αυτός, ενεργούμενο του Μαμούρη, με τα χείλη, που υποτίθεται υμνούσε τον Θεό, με τα ίδια χείλη έβριζε χυδαία τον ελευθερωτή της Ελλάδας. Και τα χέρια με τα οποία κρατούσε το άγιο δισκοπότηρο τα ετοίμαζε γιομάτος πάθος να στραγγαλίσει εκείνον που, αν δεν τον είχαν ακινητοποιήσει με τις αλυσίδες στα πόδια του και τα χέρια του, δεν θα τολμούσαν ούτε δέκα μαζί ν’ απλώσουν χέρι πάνω του.
Ο Γκούρας, ακολουθώντας τακτική Μαυροκορδάτου δεν θέλησε να είναι παρών στο έγκλημα ούτε και να συμμετάσχει προσωπικά. Έδωσε τις εντολές και πλέον δούλευαν άλλοι για τον ίδιο. Κι αυτοί οι άλλοι επιτέθηκαν ομού στον αλυσοδεμένο κι ανήμπορο να σταθεί στα πόδια του ή έστω, να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, Οδυσσέα. Εκείνο το βασανιστήριο κράτησε πολλή ώρα. Οι εκτελεστές είχαν πάρει εντολή από τους Κωλέττη και Γκούρα να μη χρησιμοποιήσουν όπλα. Μόνο με τα χέρια και τα πόδια έπρεπε να τον τελειώσουν! Με γροθιές και κλωτσιές. Και να φανεί στο τέλος ο θάνατος ως δυστύχημα.
Όμως ο Οδυσσέας, αν και φορτωμένος με το ασήκωτο βάρος των αλυσίδων, αν και καταεξαντλημένος, άρρωστος, βασανισμένος επί ολόκληρο μήνα και παραπάνω μέσα σ’ αυτό το μπουντρούμι, αντιστάθηκε σα θεριό λαβωμένο. Πάλευε απεγνωσμένα και βροντοκοπούσαν οι αλυσίδες, μην εννοώντας επ’ ουδενί να παραδοθεί στους άνανδρους δημίους του. Ακουγόταν ασταμάτητα ο βρυχηθμός και το αγκομαχητό του, όπως ακουγόταν οι βρισιές και οι παθιασμένες επιθέσεις των εκτελεστών του. Λένε μάλιστα πως με μια του δαγκωματιά κατάφερε κι έκοψε δυο δάχτυλα του Μπαλαούλα θα μας πληροφορήσει ο Κάρπος Παπαδόπουλος. Οι άλλοι βλέποντας τον κίνδυνο μπόρεσαν δύο από αυτούς να τον ακινητοποιήσουν κι ένας τρίτος τον άρπαξε από τα απόκρυφα μέλη του και εφάρμοσε το ‘‘στρίψιμο των όρχεων’’ μέθοδος θανάτωσης πολυώδυνη, αλλά και λίαν αποτελεσματική. Επιπρόσθετα δε τον χτύπησαν και με τσεκούρι στο κεφάλι και έτσι αποτελείωσαν τον ήρωα.
Ρένια Παντρά
Πτυχιούχος Διεθνών Σχέσεων & Οργανισμών