Η γλώσσα μας Ελληνική; Στις αμμουδιές του Ομήρου…
Του φιλόλογου Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου
Ο παρακάτω διάλογος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αυθεντικότατος, καθόσον ορισμένα από τα διαλαμβανόμενα σ’ αυτόν, αν όχι όλα, έχουν ακουστεί κατά καιρούς σε συζητήσεις μας εν Αγιά. Όπως όμως κι αν έχει, διακρίνεται από τη δική του ιδιαιτερότητα και κουβαλάει μέσα του μια σημειολογία ξεχωριστή.
Τόπος συνάντησης: Γνωστό cafe στην Κεντρική Πλατεία Αγιάς
Πρόσωπα διαλόγου: Μήτσος (Α), Τάκης (Β). Για συντομία παρακάτω ο πρώτος θα αναφέρεται Α και ο δεύτερος με Β. Αμφότεροι πτυχιούχοι Πανεπιστημίου, ακραιφνείς Έλληνες, γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο ίδιο επαρχιακό περιβάλλον, στην ώριμη πια ηλικία, με προσφορά έκαστος στην κοινωνία και την επιστήμη.
Ο πρώτος, άριστος χειριστής και βαθύς γνώστης της Ελληνικής γλώσσας, αλλά στον τόπο του αρέσκεται να μιλάει και να ακούει μονάχα τη ντοπιολαλιά της περιοχής του. Ο δεύτερος μ’ αυτή τη ντοπιολαλιά γαλουχήθηκε απ’ τα γενοφάσκια του. Συνεπώς τη γνωρίζει άριστα. Όμως μένει στη χρήση λόγιων εκφράσεων και σε ύφος πομπώδες. Θα τις έλεγα «Ελληνικούρες», πλήρεις σολοικισμών και βαρβαρισμών.
Συζητούν φωναχτά εις επήκοον αρκετών θαμώνων της πλατείας, ρουφώντας κάθε λίγο τους καπουτσίνους των με το καλαμάκι! Όχι παίζουμε… Κι αφού προσπέρασαν εν παραδοσιακή συντομία τα προκαταρκτικά της εθιμοτυπικότητας, μπήκαν δυναμικά στην ουσία του πράγματος:
-Β: Ναι, βεβαίως. Πήγα τις προάλλες στο κτήμα και ήλεγξα ένα ένα τα νεόφυτα δεντράκια. Και βρήκα κάτι γεωσκώληκες, να! μετά συγχωρήσεως. Τεράστιοι, μακριοί υπέρ του δέοντος.
-Α: Κόψι τις μ…..ίες αυτές κι κουβέντιασι σουστά. Μι τς φανφάρις αυτές δίνουμε στουν κόσμου τζιάπι κι κουρουϊδεύει η καθένας. Γεωσκώληκες και κουραφέξαλα. Σκλήκια θα λες. Του σκλήκι, του γρούνι, η Κώτσιους, η Μήτσιους. Αυτή είναι η γλώσσα μας. Ε, πια. Ύστιρα στόχου πει χίλις φουρές είναι υπέρ το δέον και υπό το μηδέν! Ισύ ικεί κουλλημένους…
-Β: Αγαπητέ Δημήτριε, μου είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον να υιοθετήσω τη γλώσσα της πλέμπας. Έχουμε και ένα επίπεδο! Απορώ πώς εσύ…
-Α: Τουν κακό σ’ τουν κιρό! Α, μάλιστα. Τώρα ακούω κι για υιοθεσία γλώσσας! Μωρέ μπράβου! Ως τώρα είχα ακούσει για υιοθεσία μονοπατιών! Ιδώ στ’ ν Αγιά γίνκι κι αυτό. Έ, Χριστέ μ’ τι έχουν ν’ ακούσου ακόμα…
-Β: Το εξευτέλισες ολοσχερώς. Εγώ άλλα καρτερώ από σένα. Και επιθυμώ η συζήτησίς μας να είναι υψηλού επιπέδου! Ενώ εσύ την υποβιβάζεις υπό του μηδενός.
-Α: υπό το μηδέν!! Είπαμε..
-Β: Ναι, είπαμε. Ωραία.
-Α: Λοιπόν. Καταρχάς κόψι τα ρατσιστικά στερεότυπα. Τι πλέμπα και κολοκύθια. Δηλαδή η λαός είναι πλέμπα; ημείς τι στο διάολο είμαστι; Έπειτα: Μην ξανακούσω «εξευτίλησες» αλλά «εξευτέλισες» κι του «ολοσχερώς» τα του λες «εντελώς».
-Β: Καλώς. Περιέγραψέ μου, σε παρακαλώ, εν ολίγοις και αναλυτικώς τι θεωρείς εσύ στερεότυπο; Είναι βεβαίως μια ενδιαφέρων λέξις…
-Α: Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν… Βρε, γαμώ τον αιώνα μου, απού πότι η προυστακτική παίρνει αύξηση; Περίγραψέ μου, όχι περιέγραψε, επίλεξε όχι επέλεξε, επίτρεψε όχι επέτρεψε! Ύστιρα, εν ολίγοις και αναλυτικώς δε γένιτι. Εν ολίγοις και σαφώς γένιτι. Επιπλέον, δεν υπάρχει ενδιαφέρων λέξις. Ενδιαφέρουσα λέξις είναι του σουστό.
-Β: Φρονώ όμως ότι απέναντι μου άλλαξες τακτική. Πριν μερικό καιρό ήσουν ήπιος, προσήνης. Και ο λόγος σου σήμερα, ανεξαρτήτου του στόχου σου φαντάζει ολίσθημά σου ολιστικό που απάδει τελείως από το θεσμό σύνδεσης τοπικής κοινωνίας…
-Α: Λοιπόν, πάψι. Δε μι λες, κατάλαβις τι είπις; Σ’ ακούω τώρα σαν τον δικτάτουρα Παπαδόπουλο που μιλούσε μια ιδιάζουσα καθαρεύουσα που δεν την καταλάβαινε ούτε κι ο ίδιος! Αυτός ξιφούρνιζι το «φρονώ» δίχως να ξέρει τι σημαίνει. Να κι συ τώρα. Κι μη σι ξανακούσου να πεις «μερικό καιρό». Είναι ένα απ’ τα σαρδάμ του Σημίτη, που έμεινε σαν το «τα πάντα όλα» του Αλέφαντου! Σουβαρά θέλου να μιλάς και άφησε αυτούς τους νεολογιαμούς.
-Β: Συ είπας περί νεολογισμών. Εγώ σοβαρά μιλάω. Εσύ τα διακωμωδείς. Τέλος πάντων. Αλλάζουμε θέμα. Δε σου είπα. Άρχισα και γυμναστική. Πάω σε γυμναστήριο πλήρης σύγχρονο…
-Α: Λέει μια παροιμία: « Την αλπού δε τη χουρούσε η τρύπα τς, ήθιλι κι βρουγκουτάρια». Να κι συ. Και γιατί, παρακαλώ, τόριξεις στη γυμναστική;
-Β: «Νους υγιής εν σώματι υγιές» Έλεγον οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Σου διαφεύγει άραγε;
-Α: Μωρέ οι αρχαίοι ημών πρόγονοι πολλά έλεγον. Ημείς τι κάνουμι απ’ ούλα αυτά;
-Β: Έχω πια απηυδήσει! Ό, τι και να σου πω εσύ δεν γίνεται να αλλάξεις. Συνεχώς κόντρα…
-Α: Άει καλά. Μι φαίνιτι είσει ντιπ απού ντιπ. Άκου πάλι: Είναι εν σώματι υγιεί κι όχι υγιές. Γκέγκε; Και αυτό το πλήρης, που είπες, σκέψου το και μην απηδίζεις…
-Β: Πας να με βγάλεις εντελώς άχρηστο;
-Α: Συ είπας! Αντί να πεις ευχαριστώ, που σι διορθώνου, μιλάς κι από πάνω.
-Β:… διότι είσαι λίαν δεικτικός…
-Α: ωπ! Αυτό το δεικτικός που είπες με ποιο i γράφεις το δει;
-Β: Φυσικά με ει. Μια και κάνεις τον ξερόλα.
-Α: Χμ… Αυτό θέλει η. Και το τι σημαίνει ψάξτο σι λεξικό. Επίσης μη σε ξανακούσω να λες ανεξαρτήτου στόχου, φύλου κ.α. Νόθα γενική απόλυτη η Ελληνική δεν έχει. Αυτό το φρούτο το έχει η Λατινική σε αφαιρετική πτώση. Δηλαδή αφαιρετική απόλυτη χωρίς μετοχή. Έλεγαν: patre imperatore= στρατηγούντος του πατρός. Άρα θα βάζεις το επίρρημα ανεξαρτήτως και δίπλα του μια γενική πτώση ονόματος. Μόνον έτσι.
-Β: Μαζί σου δεν βγαίνει άκρη. Είσαι ωσάν το ρητό «φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες»…
-Α: Εεεεει. Σουτ. Αυτό είνι διπλό λάθους! Θα του λες: «Φοβούμαι τους Δαναούς και δώρα φέροντας». Ο Βιργίλιος στην Αινειάδα του το λέει καθαρά: “Timeo Danaos et dona ferentes”.
-Β: Κρίμα που έλεγα να σου επικοινωνήσω το πρόγραμμα μου! Εσύ όμως…
-Α: Άστο, μη μου το επικοινωνείς! Το έχω ήδη καταλάβει. Είναι προφανώς πρόγραμμα που σχετίζεται με το πλαίσιο νόμου «περί ευθύνης υπουργών». Δεν το θέλω. Κράτα το. Σού συνιστώ μονάχα να μελετήσεις το νόημα δύο μονάχα λέξεων: Ημετερισμός και σφετερισμός. Ψάξτες, θα καταλάβεις πολλά και φρόντισε να μάθεις τι στο διάολο είναι αυτό το «αίολο» επιχείρημα που κοπανάς κάθε τόσο. Ούτε πως γράφεται δεν ξέρεις. Υπάρχει το επίθετο έωλος που σημαίνει παλιός. Τώρα, τι σόι είναι αυτό το eolo επιχείρημα δεν καταλαβαίνω. Σταμάτα να φύγουμε.