Μελίβοια ή Μελιβοία;
Του Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου
Τούτο το δημοσίευμα παίρνω να το γράψω φορτισμένος από μια συναισθηματική ταλάντευση φοβερά περίεργη και αντιφατική μαζί. Απ’ τη μια η εσωτερική λογική διεργασία με σπρώχνει στην άρνηση να ασχοληθώ ξανά με το ζήτημα αυτό, κι απ’ την άλλη αισθάνομαι αφόρητη την πίεση του θυμικού να κάμω μια ύστατη προσπάθεια, μήπως και πιάσει τόπο επιτέλους. Και θα το κάμω και προς συνειδησιακόν εφησυχασμόν. Αν και πάλι δεν εισακουστώ, τότε γαῖα πυρί μιχθήτω. Ας το πουν κι ας το γράψουν και… Βολιβία. Ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω!
Και θα ήταν καλύτερα η παρουσίαση των σκέψεών μου αυτών να αναπτυσσόταν ενώπιον ακροατηρίου και ν’ ακολουθούσε ένας διάλογος με ζωντανή και αβίαστη την ντοπιολαλιά της περιοχής μας υπό τη μορφή ερωταποκρίσεων. Αλλά ας μη ζητούμε γωνία στο αβγό.
Λοιπόν. Σέβομαι απόλυτα κάθε λαϊκή εξέλιξη της γλώσσας, φτάνει μόνο να είναι σωστή. Και επειδή με τις διαρκείς συστάσεις μου, γραπτές και προφορικές, επί σειρά δεκαετιών μάλιστα, γύρω από τον τονισμό της λέξης Μελίβοια, Μελιβοίας, Μελίβοια, καθώς και γύρω από την παλιά ονομασία του χωριού, τ’ Θάνατη, Θανάτη, Αθανάτη, Αθάνατον, έβγαλε μαλλιά το στομάχι μου κι όχι μόνο η γλώσσα, αλλά έχουμε κολλήσει στις λαθεμένες εκφράσεις. Και καλά οι άνθρωποι με χαμηλό παιδευτικό επίπεδο, μα και οι εγγράμματοι; Τότε παραπάει το πράμα. Και συστάσεις παρόμοιες ξέρω πως έκαμαν και ο Νίκος Πενήντας και ο Θανάσης Παπαρίζος, αλλά…
Κι ας αναφερθούμε πρώτα στο όνομα Μελιβοία, γύρω απ’ το οποίο οι διαμάχες κρατούν σχεδόν μισόν αιώνα. Οι συστάσεις αποδεικνύεται πως γίνονται, για να γίνονται. Ας πάμε λοιπόν στο ζητούμενο. Η ονομασία Μελίβοια δόθηκε από την Πολιτεία το 1920(ΦΕΚ 66/Β/1920) σε αντικατάσταση του ονόματος Θανάτη (ή Αθανάτη ή Αθάνατον όπως επικράτησε να ονομάζεται λαϊκότροπα η χώρα (χωρίον) Θανάτου. Και εικάζω πως η μετονομασία έγινε αφενός για να σβήσει η παγερή αίσθηση που προκαλούσε η προφορά «Θανάτου», και αφετέρου, για να διαιωνιστεί η αίγλη της αρχαίας Μελιβοίας.
Ποιος όμως μπορούσε να το φανταστεί τότε το τι διαμάχη θα προκαλούσε δεκαετίες αργότερα ο τονισμός της λέξης, καθώς και ότι με τη διαμάχη αυτή κλείνει αιώνας από την καθιέρωση και έπεται συνέχεια, διότι η άγνοια, η ισχυρογνωμοσύνη και η προχειρότητα στον τονισμό κάποιων λέξεων δημιούργησαν κακή συνήθεια που καταλήγει σε στάση ζωής. Και επειδή ακριβώς κάθε που ακούω ή διαβάζω αυτή την έρμη Μελιβοία, απ’ τα νειάτα μου ακόμα, με βγάζει απ’ τα ρούχα μου, αναγκάζομαι να θυμίσω τα παρακάτω:
– Πρώτο: Σε ομιλίες μου δημοσίως, σε έγγραφα, σε άρθρα, στα βιβλία μου τα περί Μελιβοίας, τα έχω τονίσει κατά κόρον. Ἀγρόν ἠγοράζομεν…
– Δεύτερο: Ειδικά στο βιβλίο μου ΜΕΛΙΒΟΙΑ, μια πρόκληση της ιστορίας, έφτασα στο σημείο ν’ αφιερώσω ενότητα ολόκληρη σχετικά με την κλίση του ονόματος, εξηγώντας παράλληλα γιατί δεν μπορεί να είναι η Μελιβοία με βάση τα συνθετικά του ονόματος (Μέλι-βοή). Επιπροσθέτως εξήγησα το χαρακτήρα του τελικού –α σε όλες τις πτώσεις και έδωσα αναλυτικά την κλίση και στην αρχαία και τη νέα γλώσσα. Εμείς εκεί, κολλημένοι…
– Τρίτο: Κουράστηκα, βαρέθηκα να εξηγώ ξανά και ξανά τα ίδια στους ίδιους ανθρώπους. Στου κουφού την πόρτα βάρα με κανόνια…
Τώρα θα μου πεις, ο τονισμός σε πείραξε; Ναι ο τονισμός! Κάποιες λέξεις γράφονται με τα ίδια γράμματα. Νοηματικώς όμως τις διαφοροποιεί ο τονισμός: γέρος-γερός, νόμος-νομός, μόνος-μονός, κάλος-καλός, χαλί-χάλι κ.ο.κ. Άραγε ίδιο είναι να λες: το χαλί της τραπεζαρίας με το χάλι της τραπεζαρίας; Συνεπώς άλλο η Μελίβοια κι άλλο η Μελιβοία! Εμείς όμως το γράφουμε και σε πινακίδες-οδοδείκτες μ’ έναν τόνο καρφί πάνω από το -βοί-. (Τον Αύγουστο δέχτηκα παρατήρηση για τον τονισμό από κάποια ηλικιωμένη φιλόλογο, τέως Λυκειάρχη μου, και δεν ήξερα πώς να τα δικαιολογήσω. Είπα απλώς το «εκ παραδρομής»)…
Κι εφόσον, λοιπόν, μπορούμε να τονίζουμε αυθαιρέτως τις λέξεις, νομίζω πως κι εγώ ως απλούς πολίτης έχω κάθε δικαίωμα να κάμω την Αγιά Αγία, τη Λάρισα Λαρίσα και την Αθήνα Αθηνά! Μια χαρά γίνονται έτσι. Αλλά πώς θα φανεί στον κόσμο αν δήλωνα δημότης Αγίας ή παίρνω και γράφω ότι πρωτεύουσα του δήμου μας είναι η Αγία; Και στο εξής θα λέω η Αγία, της Αγίας. Και εκτός τούτου το Μελίβοιας (γης), αλλά και Μελιβοίας να έγραφαν, δεν είναι επίθετο! Άρα δεν γίνεται να προσδιορίσει ομοιόπτωτα το γης. Πρόκειται για φοβερή ασυνταξία, σαν αυτές που σκότωσαν τη γλώσσα μας (Σολοικισμοί λέγονται τα τέτοιου είδους τερατουργήματα).
Ξανά η κλίση: η Μελίβοια, της Μελιβοίας, (σ)τη Μελίβοια.
Αφότου λοιπόν πήγαμε στο σχολείο ως το 1967 η Μελίβοια, της Μελιβοίας λέγαμε και γράφαμε, αλλά λόγω της καθαρεύουσας λέγαμε και γράφαμε και τη δοτική πτώση: ἐν Μελιβοία. Πώς τώρα στη συνέχεια κάναμε τη Μελίβοια Μελιβοία, αυτό οφείλεται στους εξής τρείς(3) λόγους.
– Πρώτος: Η χρήση της δοτικής για τη δήλωση του τόπου σε εκθέσεις, διαγωνίσματα, αιτήσεις ή αναφορές άφησε έναν απόηχο που ευκολότερα πέρασε στη γλώσσα των μη γραμματισμένων, καθώς διάβαζαν την τοπική αναφορά ‘εν Μελιβοία…
– Δεύτερος: Απ’ το 1967 και εξής η συγκοινωνία Μελιβοίας-Αγιάς γίνονταν πλέον με λεωφορεία του ΚΤΕΛ. Στο πρακτορείο Αγιάς χρέη σταθμάρχη εκτελούσε ενίοτε και ο Βούλης Καμπίσιος (συχωρεμένος) που φώναζε: «Το λεωφορείο για Μελιβοία απέναντι στο περίπτερο…».
– Τρίτος: Και πάνω που πιστέψαμε ότι οι δύο παραπάνω αιτίες θα ξεπεραστούν και η Μελίβοια θα προχωρεί σωστά τονισμένη, εκεί στη δεκαετία του ’80 ο αείμνηστος Βασίλης Τσιτσάνης συγκλόνισε το Πανελλήνιο με το τραγούδι του «Το βαπόρι απ’ την Περσία», το οποίο τελικά ήρθε και έδεσε με τη Μελιβοία.
Και καθώς ξεκινούσε με τους στίχους:
Το βαπόρι απ’ την Περσία
Πιάστηκε στην Κορινθία…
Ορισμένοι Μελιβοιώτες το ήθελαν να έλεγε: «πιάστηκε στην Μελίβοια».
Αλλά επειδή με το Μελίβοια δεν έκανε ρίμα στο Περσία, κατέβασαν τον τόνο και το είπαν «πιάστηκε στη Μελιβοία». Εν μία νυκτί έγινε ο εθνικός μας ύμνος!
Κι έτσι συνεχίζει ακάθεκτη η Μελιβοία…
– Και καλά η Μελιβοία έχει τις αιτίες της. Εκείνη όμως η γενική της Μελίβοιας πόθεν ξεφύτρωσε;
– Καθαρές κουβέντες: Αρκετά ταλανιστήκαμε. Το χωριό χρειάζεται τη σωστή ονομασία του, ειδάλλως χαθήκαμε…














































