Χώρα Αγιά

Κι εμέ οι παππούδες μου ήταν αγρότες…* / Του Μάξιμου Χαρακόπουλου

Κι εμέ οι παππούδες μου ήταν αγρότες…*


Του Μάξιμου Χαρακόπουλου


Μεγάλωσα σε ένα προσφυγικό χωριό του θεσσαλικού κάμπου, τα Βούναινα. Παλιά το λέγαν Τσαμπασλάρ. Σήμερα αργοσβήνει, όπως τα περισσότερα χωριά σε όλη την ελληνική περιφέρεια. Οι Μικρασιάτες παππούδες μου, αλλά κι οι γονείς μου ήταν ζυμωμένοι με το χώμα, κι εγώ μέχρι να μπω στο πανεπιστήμιο, όπως όλα τα παιδιά στο χωριό, από νωρίς βοηθούσα τον πατέρα μου στα χωράφια. Μαθητές γυμνασίου βγάζαμε μεροκάματο ξεφορτώνοντας ως χαμάληδες, άνοιξη και φθινόπωρο, νταλίκες με λιπάσματα στις αποθήκες των αγροτών του χωριού -ύστερα ήρθαν οι Αλβανοί μετανάστες που ανέλαβαν τις βαριές δουλειές.

Για χαρτζιλίκι τα καλοκαίρια φορτώναμε φορτηγά με δέματα άχυρων από τα χωράφια, “μπάλες” τα λέγαμε, για τη “χαρτομάζα”, τη βιομηχανία στη Λάρισα που επεξεργαζόταν το άχυρο ως πρώτη ύλη για την παραγωγή χαρτικών. Προτιμούσα τα λιπάσματα γιατί με ενοχλούσε η φαγούρα από τα άχυρα, ειδικά αν ήταν από κριθάρι.

Τα χωράφια στο χωριό που ξεχέρσωσαν οι παππούδες μας δεν ήταν τα καλύτερα. Πρόσφυγες ήταν, δεν είχαν την πολυτέλεια επιλογών. Θυμούμαι μπουλούκι μαζί με τα ξαδέρφια μου να γεμίζουμε, τέλη καλοκαιριού, πλατφόρμες με πέτρες, καθαρίζοντας τα χωράφια από όλη την ευρύτερη οικογένεια και να διαμαρτύρομαι στον θείο Παναγιώτη για το προικιάρικο χωράφι που είχε περισσότερες πέτρες από… χώμα.

Στη σπορά, αν από τις βροχές δεν έμπαινε τρακτέρ στο χωράφι γιατί βούλιαζε στις λάσπες, ιδιαίτερα στα βαρκά, έπρεπε με το χέρι, με το δισάκι στον ώμο, να ρίξουμε τον σπόρο και τα λιπάσματα. Τα καλοκαίρια πάλι ήταν συναρπαστικό να συνοδεύω στα γύρω χωριά τον πατέρα μου που είχε τρικιάρικη θεριζοαλωνιστική μηχανή -μαζί με τον μπάρμπα Θόδωρο, τον Μεντερέ όπως τον φώναζαν γιατί ήταν αψύς, και τον συγχωρεμένο τον αδελφό του, τον άκακο Μάνθο. Αλωνίζαμε στα καμποχώρια της Καρδίτσας, στο Σαμπαλί, το Αλμαντάρι, την Πασχαλίτσα, που είχαν μαυρόγια χώματα, παραγωγικά. Κοιμόμασταν στρωματσάδα σε αποθήκες ή στην αυλή της εκκλησίας στην Πασχαλίτσα, και ήλπιζα να δω κανένα πεφταστέρι για να κάνω ευχή.

Το φθινόπωρο έπρεπε να “ταΐσουμε” με τον τενεκέ το τριέρι, το καθαριστήριο του Θωμά από το Σουλέτσι που καθάριζε τον σπόρο από τα ζιζάνια. Γινόμασταν κατακόκκινοι από τη δαυλιτίνη, το μυκητοκτόνο φάρμακο που ρίχναμε για την απολύμανση των σπόρων. Φυσάγαμε τη μύτη και θαρρείς είχε ματώσει, η μύξα μας έβγαινε κατακόκκινη.

Ακούω αυτές τις μέρες βαρύγδουπες αναλύσεις που παραπέμπουν στο “κι εμέ οι παππούδες μου ήταν αγρότες”. Δεν ξέρω κατά πόσο όλοι όσοι μιλούν κατανοούν πραγματικά τι θα πει μόχθος του αγρότη και κυρίως την ανασφάλεια αν θα έχει εισόδημα, είτε λόγω μειωμένης παραγωγής, είτε λόγω χαμηλών τιμών. Λίγες οι καλές χρονιές με καλή σοδειά και υψηλές τιμές. Σπάνια τέτοια μπερεκέτια! Φέτος, λοιπόν, ήταν μια κακή χρονιά για τους αγρότες, καπάκι σε μια άλλη, επίσης, άσχημη χρονιά μετά τον Daniel.

Σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο στο πολιτικό μου γραφείο στη Λάρισα είχα τη μία μετά την άλλη συναντήσεις με αγρότες και κτηνοτρόφους, που μιλάμε την ίδια γλώσσα. Κι ύστερα, δια ζώσης παρεμβάσεις στα αρμόδια υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Κλιματικής Κρίσης, τον ΕΛΓΑ, αλλά και κοινοβουλευτικό έλεγχο στη Βουλή.

Ο κάμπος έβραζε. Ήταν ζήτημα χρόνου πότε θα εκραγεί. Και μπορεί αφορμή να είναι οι καθυστερήσεις στις πληρωμές των ενισχύσεων ελέω σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ, όμως, το πρόβλημα είναι πιο βαθύ, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη. Γι’ αυτό, άλλωστε, τα τρακτέρ στους δρόμους δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά όλο και περισσότερο τα βλέπουμε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και την καρδιά της ΕΕ, τις Βρυξέλλες.

Προφανώς, χρειαζόμαστε ταχύτερα αντανακλαστικά, γενναιότερες παρεμβάσεις στο ενεργειακό κόστος παραγωγής, αναμόρφωση του ασφαλιστικού πλαισίου, ανανέωση του γηρασμένου αγροτικού πληθυσμού, στήριξη της εξωστρέφειας. Αλλά η “μεγάλη εικόνα” είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική. Εκεί, στην αναθεώρησή της θα πρέπει να δώσουμε μάχη για την αυτάρκεια της Ευρώπης σε ασφαλή και ποιοτικά τρόφιμα, όσο κι αν αυτό έχει κόστος για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.

Η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η διεθνής αστάθεια, θα πρέπει να γίνουν μάθημα στην απόμακρη γραφειοκρατία των Βρυξελλών για να συνειδητοποιήσει την ανάγκη σύνδεσης των ενισχύσεων με την παραγωγικότητα. Κι αν η απρόσωπη γραφειοκρατία της ΕΕ δεν το κατανοεί, οφείλουν να της το υποδείξουν οι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων πολιτών στα θεσμικά της όργανα.


* Στίχος του τραγουδιού “Γεια Και Χαρά Σας Βρε Πατριώτες”, που περιλαμβάνεται στον δίσκο “Αγροτικά” (1975) σε μουσική Θ.Μπακαλάκου, στίχους Δ.Τζεφρώνη και τραγούδι Β. Παπακωνσταντίνου.


Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι Γενικός Γραμματέας της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Λαρίσης, πρώην υπουργός

Facebook
Twitter
Telegram
WhatsApp
Email