Η Θανάτη (Αθάνατη, Αθάνατον)*
Του Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου
Η σημερινή Μελίβοια πριν το 1920 συναντάται ως «Θανάτου». Δηλαδή η χώρα ή το χωρίον του θανάτου. Το πραγματικά περίεργο αυτό όνομα που επισήμως καθιερώθηκε στη γενική ενικού του αρσενικού ο θάνατος (του θανάτου), μέσα από απίστευτες διεργασίες έφτασε στη λαϊκότροπη εκφορά ως θηλυκό η Θανάτη ή η Αθάνατη, αλλά και ως ουδέτερο το Αθάνατον (= η Αθάνατη χώρα, το Αθάνατον χωρίον), ώσπου το 1920 κατέληξε σε Μελίβοια, για να αντιμετωπίσει και αυτό καινούργια προβλήματα στη γραφή.
Με τα ελάχιστα δεδομένα που έχω ως τώρα στα χέρια μου εικάζω πως το όνομα αυτό δόθηκε εξαρχής στο μικρό χωριό που συγκροτήθηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Μελίβοια κατά το πρώτο μισό του 15ου μ.Χ. αιώνα και μάλιστα ανάμεσα στα χρόνια 1425 και 1454 μ.Χ. Και τα δύο αυτά χρονικά όρια δηλώνουν τις δυο απογραφές που έκαναν οι Τούρκοι στην περιοχή. Έτσι, εφόσον στην απογραφή του 1425 το χωριό δεν εμφανίζεται καν, ενώ εμφανίζεται ως Sanatos στην απογραφή του 1454, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ό,τι συγκροτήθηκε σε οικισμό, με 28 μάλιστα νοικοκυριά, στο μεσοδιάστημα αυτό.
Τα στοιχεία βεβαίως της απογραφής αυτής έχουν τη δική τους ξεχωριστή σημειολογία, (στοιχεία έχει στο αρχείο του ο κ. Μανίκας Γιάννης, αξ/κός ε.α.) και σαφώς αποτελούν τεκμήρια για την ιστοριοδίφηση.
Μπορεί κανείς να συμπεράνει για τις ασχολίες των κατοίκων, για τον φόρο που πλήρωναν, για τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, τις σχέσεις που ανέπτυσσαν, και τόσα άλλα. Υπάρχουν ακόμα και τα πλήρη ονόματα των κατοίκων, βαπτιστικά και επώνυμα, ίδια σχεδόν με την δική μας εκφορά (π.χ. Νίκος, Νικόλας, Σταμάτιος, Σταμάτης κ.ο.κ.). Άξιο προσοχής είναι και το γεγονός ότι από τα επώνυμα που αναγράφονται δεν έχει μείνει κανένα στο χωριό ως τις μέρες μας. Αντιθέτως έχω συναντήσει αρκετά από αυτά στη Λάρισα και σε άλλες πόλεις (θα τολμήσω όμως να υποθέσω ότι έχουν μείνει ως τοπωνύμια δύο επώνυμα, το Βρεττού στην κάτω Σωτηρίτσα και το Σκιαδάς στον Αγιόκαμπο).
Στα αξιοπρόσεχτα επίσης είναι και το γεγονός ότι το αρχικό χωριό ήταν τοποθετημένο με ανατολικό προσανατολισμό σε πλαγιά χαράδρας, τέτοια που έβλεπε στη θάλασσα, αλλά δεν φαινόταν από τη θάλασσα, όσο βαθειά κι αν ανοιγόταν ένα καράβι (σήμερα το εκτεταμένο χωριό φαίνεται από τον Αη Νικόλα και πάνω) αν το παρατηρήσει κανείς από τη θάλασσα.
Συν τοις άλλοις θα πρέπει να μας απασχολήσει και η διατήρηση του ονόματος του χωριού από τους Τούρκους. Και τούτο γιατί οι Τούρκοι στα χωριά ή στις πόλεις που κατακτούσαν έδιναν συνήθως δικά τους ονόματα. Σε άλλες περιπτώσεις μεταγλώττιζαν τις Ελληνικές ονομασίες των οικισμών και σπανιότατα διατηρούσαν την ελληνική ονομασία. Επί παραδείγματι: η Λάρισα ονομάστηκε Γενισεχίρ, η Αγιά Γενιτζέ, το Κόκκινο νερό το ονόμασαν Κιτζίλ Σο μεταγλωττίζοντας στα τούρκικα την ελληνική ονομασία και το Στόμιο με την ίδια τακτική το ονόμασαν Τζάιαγίζ = εκβολή, στόμιο ποταμού. Έτσι προέκυψε το Τσάγεζι.
Στη Θανάτη πώς άραγε οι Τούρκοι δεν άλλαξαν το όνομα; Επειδή δυστυχώς για το χωριό αυτό δεν έχουν απομείνει γραπτές πηγές ή έστω δείγματα που να πιστοποιούν την πορεία του μέσα στο χρόνο, είμαστε υποχρεωμένοι, κάθε φορά που αναφερόμαστε στην ιστορία του, να εξετάζουμε τα πράγματα με τη μαθηματική συλλογιστική, πάνω σε μια εικασία, όπως αυτή μπορεί να προκύψει μέσα από διάφορες συγκρίσεις. Περισσότερες αναφορές θα κάμω εν καιρώ.
Όλα λοιπόν δείχνουν πως, όταν οι Τούρκοι απογραφείς ζήτησαν το όνομα του χωριού, φυσικό ήταν να τους είπαν οι αρχές του οικισμού, οι διερμηνείς, οι κάτοικοι ακόμα, ότι το όνομα του χωριού είναι (χώρα ή χωριό του) θανάτου. Κι επιπλέον μπορεί κάποιοι απ’ τους κατοίκους στη ντοπιολαλιά τους να το φώναξαν τ’ Θάνατη, ή τ’ Θανάτη, ή Θανάτη.
Κι οι Τούρκοι λόγω της σύγχυσης ενδέχεται να το έγραψαν στην ονομαστική Sanatos κι όχι Θάνατος, ακριβώς επειδή στη γλώσσα τους ούτε έχουν το Θ, ούτε και μπορούν να προσφέρουν αυτό το δασύ σύμφωνο.
Το γράφουν λοιπόν Sanatos!
Αλλά για μας το ζητούμενο είναι πώς προέκυψε αυτή η γενική πτώση και γρἀφτηκε το χωριό επισήμως ως (του) Θανάτου. Πρόκειται για κάτι που δεν έχει προηγούμενο στην ονοματοδοσία οικισμών στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου. Κι όπως γράφτηκε (του) θανάτου το προσδιοριστικό χώρα ή χωρίον λογικό είναι να εννοούνταν, ώσπου αποβλήθηκε συμπαρασύροντας και το άρθρο «του» οπότε μένει πια η γενική θανάτου. Ονομασία άκρως περίεργη, που σου προκαλεί την παγερή εκείνη αίσθηση της οριστικής απώλειας. Αλλά, αν θέλουμε να καταλάβουμε εντέλει το σωστό θα πρέπει αυστηρώς να λάβουμε σοβαρά υπόψη την ντοπιολαλιά μας. Και να καταλάβουμε και να δεχτούμε ότι και εκείνοι οι κάτοικοι, πριν 600 χρόνια πάνω κάτω, μιλούσαν τα ελληνικά, όπως εμείς σήμερα.
Και εδώ είναι απαραίτητες κάποιες επισημάνσεις που αφορούν την τοπική μας διάλεκτο, η οποία εν πολλοίς αποτελεί την πλατφόρμα της οποιασδήποτε δημιουργίας του χωριού μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Βασικά το αρσενικό μας άρθρο είναι –η (όχι ο ή ου) π.χ. η Νίκους, η δάσκαλους, η θάνατους. Το άτονο ο μέσα στη συλλαβή προφέρεται –ου ….. η λόγους.
Τα αρσενικά ονόματα σε –ος, είτε κύρια είτε προσηγορικά, πολυσύλλαβα ή δισύλλαβα που δεν τονίζονται στη λήγουσα σχηματίζουν τη γενική ενικού όχι –ου (όπως θα έπρεπε), αλλά σε –η, το οποίο στην προφορά δεν αποβάλλεται, παρά μόνο ακούγεται ελαφρά, έτσι που να σπάζει κάπως τον ξηρό ήχο του συμφώνου που προηγείται. Κι αυτό συμβαίνει σε κάθε κλιτό μέρος του λόγου. Το άρθρο της γενικής ενικού «του» γίνεται –τ/
Π.χ. η κόσμους – τ’ κόσμη (αντί του κόσμου)
η Στέφανους – τ’ Στέφανη (αντί του Στεφάνου)
η δάσκαλους – τ’ δάσκαλη (αντί του δάσκαλο)
η Γάλλους – τ’ Γάλλη (αντί του Γάλλου)
η θάνατους – τ’ θάνατη (αντί του θανάτου)
Σημειώσεις:
1) Όλοι μας γνωρίζουμε ότι στην περιοχή μας υπάρχει τοπωνύμιο: «τ΄ Στέφανη η Πέτρα… Κι όλοι μας είπαμε ή ακούσαμε τη φράση «τ’ Γάλλη του μαγαζί»
2) Κάνουν μέγα λάθος ορισμένοι, όταν παίρνοντας να γράψουν στην ντοπιολαλιά μας, αποβάλλουν το άτονο –ι – η – οι – ει – υ στο τέλος κάποιων λέξεων. Δηλαδή εμείς δεν θα πούμε Ντουγάν, ούτε συμβαίν, ούτε ψαρ, ούτε, παζάρ, κ.α. αλλά θα προφέρουμε Ντουγάνη, συμβαίνει, ψάρι, παζάρι. Οπότε δεν θα πούμε τ’ θάνατ, αλλά τ’ θάνατη!!!
3) Στον παραπάνω κανόνα της μετατροπής του – ου της γενικής ενικού σε –η δεν υπακούουν μονάχα τα δισύλλαβα βαφτιστικά αντρικά ονόματα. (αντιθέτως υπακούουν τα πολυσύλλαβα).
π.χ. η Νίκους – τ’ Νίκου (όχι τ’ Νίκη)
η Χρήστους – τ’ Χρήστου (όχι τ’ Χρήστο)
αλλά η Στέφανους – τ’ Στέφανη (όχι τ’ Στέφανου)
Πάνω σ΄ αυτό πολλά έρχεται να πιστοποιήσει το παρακάτω σλόγκαν κάποιου μικροπωλητή στα μισά πάνω κάτω του περασμένου αιώνα, που για να δηλώσει την παρουσία του στα παζάρια φώναζε διαφημιστικά:
«Τούρναβους λοιπόν κι Καζακλάρι, τ’ Χρήστου τ’ δάσκαλη του γουμάρι…»
Χρωστάω στο χωριό την εξήγηση και του παραπάνω σλόγκαν, αλλά και του παροιμιόμυθου της Άλληχουρας (Άλλης Χώρας): «Η χουριό χουριό, ή τ΄ τραμουντάνη τ’ γουμάρα…».
Θα γίνουν και τα δύο προσεχώς.
Επανερχόμαστε όμως στο χωριό με την ονομασία της παγερής αίσθησης του θανάτου. Επισημαίνω και πάλι πως το όνομα δόθηκε στον οικισμό εξαρχής και εξαρχής, χρησιμοποιούσαν τη γνωστή μας γλωσσική επικοινωνία, πράγματα που κράτησαν 600 χρόνια περίπου και έφτασαν ως εμάς. Στην πορεία προστέθηκαν οι πάμπολλες Τούρκικες λέξεις και Λατινικές και οι λίγες Αλβανικές, Σέρβικες κ.λπ.
Κρατήθηκε λοιπόν η ονομασία «τ’ Θάνατη» (του Θανάτου) και κατά καιρούς, προφανώς για τον εξορκισμό του κακού, οι κάτοικοι – μάλλον εν αγνοία τους – πήγαν να εξηγήσουν ότι η ονομασία δόθηκε κατ’ ευφημισμόν και συνάμα έπλεξαν σενάρια πως δήθεν χτύπησε η πανούκλα. Μια πανούκλα χτύπησε το 1772, απ’ την οποία πέθαναν στη Θανάτου 150 άνθρωποι. Είχε προηγηθεί και άλλη πριν τη συγκρότηση του χωριού, αλλά ορισμένοι κάτοικοι από τους οικισμούς που βρισκόταν σπαρμένοι στις νάπες του Κισσάβου επέζησαν και συγκεντρώθηκαν στο σημερινό σημείο του χωριού, και έδωσαν συνάμα και το όνομα. Και σ’ αυτό κάποιοι επικαλούνται ως πηγές ακόμα και διάφορες ενθυμήσεις, χώρια απ’ τις διηγήσεις από παππού σε εγγόνι. Άλλωστε από τις αρχές του 15ου μ.Χ. μας χωρίζουν μονάχα είκοσι (20) παππούδες. Αυτά όμως θέλουν πολλή προσοχή!!!
Κι αφού λοιπόν το χωριό κατάφερε και επιβίωσε – άρα είναι αθάνατο – προς εξευμενισμό το ονόμασαν χώρα, χωριό τ’ Θάνατη! Και επειδή κι άλλα ονόματα αρσενικά που σχηματίζουν τη γενική σε –η (ή – α) με τον καιρό θηλυκοποιήθηκαν και η γενική αρσενικού έγινε τοπωνυμία θηλυκού γένους σε ονομαστική (του Παλιάτη = η Παλιάτη, του Βελίκα = η Βελίκα), κατέλαβαν και στο «τ’ Θάνατη» τον τόνο στην παραλήγουσα και έγινε «η Θανάτη» (παρόμοιο ανατονισμός θα γίνει τον 20ο αιώνα στο Μελιβοία (=Μελίβοια, όπως ήδη ξέρουμε). Και όταν με το κατέβασμα του τόνου πίστεψαν πως η εκφορά του ονόματος έγινε πιο βατή, πρόσθεσαν στην αρχή και το Α (Αθανάτη), με την πίστη ότι έτσι σχημάτισαν το θηλυκό του επιθέτου Αθάνατος (!) οπότε τώρα το χωριό είναι και με τη βούλα αθάνατο!!!
Που να το ξέρουν όμως ότι το θηλυκό του Αθάνατος είναι επίσης η Αθάνατος κι όχι η Αθανάτη. Τέλος πάντων, καθιερώθηκε ως Αθανάτη (ή και Αθάνατον Αγυιάς Λαρίσης, όπως γράφαμε παλιότερα σε επιστολές). Και ο αείμνηστος δήμαρχος Γιάννης Γάλλος με ένα ευφυολόγημά του την αποκαλούσε η αθάνατη Αθανάτη.
Και καλό θα ήταν να μην παρασυρόμαστε από ενθουσιασμό ή ανεξέλεγκτο τοπικισμό και γράφουμε σενάρια «περί Αθανάτων Χώρας». Πράγματα που δεν τεκμηριώνονται ούτε από ευρήματα, ούτε από γραφές, καλά είναι να μην τα ανακατεύουμε, διότι έτσι διαιωνίζουμε την πλάνη. Κι όσο υπηρετούμε την πλάνη, άλλο τόσο ξεστρατίζουμε από την αλήθεια.
Τούτη τη στιγμή έχουμε στα χέρια μας τα στοιχεία της απογραφής του 1454. Πολύ καλό. Και εδώ και δύο χρόνια προσπαθώ με νύχια και με δόντια να φτάσουν στα χέρια μου τα στοιχεία της απογραφής του 1570. Τότε που το χωριό Sanatos – Θανάτη απαριθμούσε 180 οικογένειες και 900 κατοίκους!!! Αν πάρω τα στοιχεία, τότε θα μάθουμε και για το Κιτζίλ Σο = Κόκκινο νερό. Και για το Κιουτσούκ Θανάτη = Κουτσουπιά!
Τα στοιχεία υπάρχουν στο Πατριαρχείο Κων/λεως, ελπίζω στην εξυπηρέτηση. Ήδη είμαστε σε καλό δρόμο, αλλά απαιτείται χρόνος και υπομονή.
*Το κείμενο αποτελεί περιληπτικότατη αναφορά περί Θανάτης από την εκτενή εργασία του Οδ. Β. Τσιντζιράκου «Χώρα ή Χωρίον του Θανάτου»













































